- κατακηλώ
- κατακηλῶ, -έω (Α)καταθέλγω με τα λόγια μου, με τη μουσική ή με ξόρκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κηλῶ «γοητεύω, μαγεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακηλῶ — κατακηλέω charm pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακηλέω charm pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατακηλέω charm pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακηλέω charm pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακήλησις — κατακήλησις, ήσεως, ἡ (Α) [κατακηλώ] η μαγεία … Dictionary of Greek
κατακηλητικός — κατακηλητικός, ή, όν (Α) [κατακηλώ] κατάλληλος για μαγεία … Dictionary of Greek